- διαπριωτός
- διαπρι-ωτός, ή, όν,A = διάπριστος, Hp.VC21.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διαπριωτῷ — διαπριωτός masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)